«Δεν ντρέπομαι να πω πως έχω θέματα με την αυτοπεποίθησή μου. Ή θα έχω πολλή ή δε θα έχω καθόλου. Δουλεύω, όμως, με την εαυτή μου, μόνη ή και με καθοδήγηση.»
Αν, λοιπόν, υπάρχει κάτι που με κρατάει δυνατή, που δεν μ’ αφήνει να τα παρατήσω, είναι ίσως η σκέψη πως δε θα ήθελα ποτέ να φτάσω στο σημείο να λυπάμαι την εαυτή μου. Δε θέλω αργότερα να θυμάμαι τα χρόνια που θα έχουν περάσει και να μετανιώνω για πράγματα που δεν έκανα. Δε θέλω να διαπιστώσω πως δεν έζησα τη ζωή που ήθελα, που ονειρευόμουν και που άξιζα, μόνο και μόνο επειδή φοβόμουν ή επειδή κάποιος ή κάτι (άνθρωπος, η κοινωνία, τα στερεότυπα και τα κουτάκια) δεν μου το επέτρεψε».
Ακριβώς σαν σήμερα, δύο χρόνια πριν, δημοσιεύτηκε στο Marie Claire μια από τις αγαπημένες μου συνεντεύξεις που έχω δώσει κι αυτό είναι ένα απόσπασμα από εκείνη τη συνέντευξη. Βρισκόμουν και τότε στην Κρήτη και έπαιρνα πρωινό στο pool bar ενός ξενοδοχείου στην Αμμουδάρα Ηρακλείου τη στιγμή που πρωτοδημοσιεύτηκε.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά, και πάλι εδώ, αλλά αυτήν τη φορά στο Κοκκίνη Χάνι της Κρήτης, σκέφτομαι πως από εκείνα μου τα λόγια δε θα άλλαζα ούτε λέξη. Όμως σκέφτομαι και κάτι ακόμα που με μελαγχολεί, ότι, δυστυχώς, νιώθω πως για κάποια χρόνια αφέθηκα. Σαν να μου φαίνεται πως τα έκανα λίγο λιγότερο καλά απ’ όσο τα έλεγα. Μόλις σήμερα, απολαμβάνοντας ένα δροσερό καφεδάκι στην παραλία, ανάμεσα σε τρία πανέμορφα σκυλιά και δύο πολύ αγαπητούς φίλους, που τους χρωστάω πολλά, έπειτα από μία τεράστια συζήτηση που κράτησε κάμποση ώρα, συνειδητοποίησα πως τελικά έχω μετανιώσει για πράγματα που δεν έκανα.
Έχω μετανιώσει για ταξίδια που δεν πήγα, για εμπειρίες που κόλωσα και δεν έζησα, για λόγια που δεν είπα, για όρια που δεν έβαλα, για κολλήματα που είχα και με κράτησαν πίσω. Έχω μετανιώσει για φορές που βασίστηκα στα μάτια ενός βλέποντα και ακολούθησα από ανάγκη το δικό του πρόγραμμα, αντί να βασιστώ στα μάτια της Luna και στις δικές μου δυνάμεις και τελικά να κάνω το δικό μου. Έχω μετανιώσει για όλες τις φορές που δεν έδρασα αυθόρμητα, που δεν αφέθηκα να είμαι η εαυτή μου και που δεν απόλαυσα τη στιγμή, είτε για να μην εκτεθώ, να μην τσαλακωθώ, είτε ακόμη και για να μην κινδυνεύσω από κάτι φανταστικούς κινδύνους που συνήθως ήταν μόνο μέσα στο μυαλό μου.
Αυτές τις σκέψεις έκανα σήμερα, γεμάτη νερά, αλάτια, κολλώδες αντηλιακό και άπειρους κόκκους άμμου να με φαγουρίζουν, ακούγοντας την παρέα μου να με κράζει ανελέητα για όλα αυτά που, εξαιτίας μου, δεν έκανα.
Και ίσως αυτήν την τεράστια συζήτηση να χρειαστεί να την κάνω ξανά και ξανά και ξανά. Και ίσως κάποτε γράψω πάλι τα ίδια και ξανακάνω κάποια βήματα Μπρος και κάποια πίσω. Κάνω αυτό το post, λοιπόν, για να θυμάμαι το ότι σήμερα μου υποσχέθηκα, σε δύο χρόνια από τώρα, διαβάζοντας ξανά εκεί να μου τα λόγια της συνέντευξης, να μη διαπιστώσω ότι υπήρξαν κι άλλα πράγματα για τα οποία μετάνιωσα. Αυτήν τη στιγμή κάνω τις καλύτερες διακοπές της ζωής μου, πονάει όλο μου το σώμα από πάνω μέχρι κάτω, έφαγα την πιο επική Τούμπα ever που θα έχω να διηγούμαι για χρόνια, έχω γελάσει μέχρι να πονέσουν τα πνευμόνια μου, έχω κάνει πράγματα που νόμιζα πως δε θα έκανα ποτέ και έχω εντυπωσιαστεί τεστάροντας τα όριά μου, απλώς και μόνο επειδή παρορμητικά, αποφάσισα να το τολμήσω.
Δε λέω πως μετανιώνω για όλη μου τη ζωή ως τώρα, σε καμία περίπτωση. Αλλά θα μπορούσα να είχα κάνει περισσότερα τα τελευταία έξι χρόνια ως ενήλικη. Θα μπορούσα να είχα εξελιχθεί και λίγο παραπάνω. Δεν πειράζει. Υπάρχουν και καλά νέα και μ’ αυτά θέλω να κλείσω. Τους τελευταίους τρεις μήνες άρχισα να με γνωρίζω λίγο καλύτερα και η τελευταία εβδομάδα στην Κρήτη υπήρξε το αποκορύφωμα. Φοβόμουν να δοκιμάσω τι μπορώ να κάνω. Νομίζω πως πια φοβάμαι λίγο λιγότερο. Και, αν και δε μου αρέσει που το λέω, στην πραγματικότητα ήταν η έκθεση σε όλα αυτά που φοβόμουν να κάνω αυτή που τελικά με έκανε να μην τα φοβάμαι πια. Χρωστάω πολλά σε αυτήν την παρέα, νιώθω πως με βοηθάει να βγω από μια φυλακή στην οποία είχα κλειστεί μόνη μου. (Τώρα εσείς, χαζόπαιδα, θα τα διαβάζετε αυτά και θα με δουλεύετε ποιος ξέρει για πόσα χρόνια, αλλά δεν πειράζει, αξίζετε ένα δημόσιο «ευχαριστώ»! Ξέρετε ποιοι είστε.)
Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγαμε μαζί για μπάνιο στην παραλία, βραδινό μπάνιο. Εγώ είχα πελαγώσει και είχα φέρει την καταστροφή από το μεσημέρι: «Κι αν πέσουμε, κι αν χτυπήσουμε; Κι αν βουλιάξουμε και πνιγούμε; Κι αν χαθούμε στην παραλία; Κι αν μας επιτεθεί κάνεις; Και αν μεθύσουμε από τα ποτά και γίνει τίποτα κακό; Και αν έχει αχινούς, και αν έχει μέδουσες, και αν έχει δράκαινες;» Και μου λένε τότε τα παιδιά, και πολύ καλά μου είπαν: «Και αν έχει καρχαρίες; Κι αν σηκώσει τσουνάμι; Κι αν πέσει ο ουρανός και μας πλακώσει;» Αυτή ήταν μια μικρή κουβέντα, μια ατάκα που ειπώθηκε για να γελάσουμε με τις υπερβολές μου. Όμως υπήρξε τόσο συνταρακτική για μένα που την θυμάμαι σχεδόν κάθε φορά που θέλω να κάνω κάτι και διστάζω.
Ε, ναι, λοιπόν! Μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Πάντα μπορεί να συμβαίνει οτιδήποτε. Πάντα υπάρχουν κίνδυνοι. Ακόμα και σε μια αποστειρωμένη γυάλα μέσα αν ζούμε, κάτι μπορεί να γίνει και να σπάσει το γυαλί και να κοπούμε. Δε λέω να μην προσέχουμε (μαμά και μπαμπά) όχι, δεν εννοώ αυτό. Αλλά σκέφτομαι πως σε λίγες μέρες κλείνω τα 24, θα μπορούσα να έχω ήδη αμέτρητες Εμπειρίες να διηγούμαι, αλλά εγώ δεν έχω αμέτρητες. Έχω μετρημένες στα δάχτυλα. Και δε θέλω να το αφήσω άλλο αυτό να συμβαίνει. Ίσως έχω ήδη ζήσει το ένα τρίτο της ζωής μου σχεδόν. Αλλά ίσως έχω ζήσει και ολόκληρη τη ζωή μου, κανείς δεν ξέρει αν εδώ που κάθομαι τώρα θα γίνει ένας σεισμός και θα πέσει το ταβάνι να με πλακώσει. Δεν μπορώ πια να κρατιέμαι πίσω από το να μην κάνω πράγματα, επειδή ίσως γίνει αυτό κι εκείνο και το άλλο. Αύριο μπορεί να μη ζω. Σήμερα, όμως, ζω, και θα το κάνω σωστά! Και, κυρίως, όπως θέλω εγώ και όπως αρέσει σε μένα.
Χριστίνα Σαρρή