Σε προηγούμενο post έχουμε αναφερθεί σχετικά με το πώς τα τυφλά άτομα μαθαίνουν τα χρώματα. Σήμερα θα το πάμε ένα βήμα παρακάτω και θα συζητήσουμε για τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν να χρησιμοποιούν αυτήν τη γνώση, αλλά όχι μόνο, ώστε να συνδυάζουν σωστά τα ρούχα τους και να επιτυγχάνουν μια όμορφη, αξιοπρεπή και στυλάτη εμφάνιση.
Κάπου εκεί στην εφηβεία μας οι περισσότεροι άνθρωποι, βλέποντες και μη, είναι που αρχίζουμε να διαμορφώνουμε δειλά δειλά τη δική μας ταυτότητα, προσπαθώντας να τη διαχωρίσουμε απ’ αυτήν που μέχρι πρότινος μας «επέβαλλαν» οι γονείς κι η οικογένειά μας. Από τα πρώτα πράγματα που κάνουμε, αν όχι το πρώτο, είναι να αποφασίζουμε εμείς για την εξωτερική μας εμφάνιση. Αλλάζουμε τα μαλλιά μας, επιλέγουμε εμείς τα ρούχα που μας αρέσουν, βαφόμαστε, φοράμε σκουλαρίκια ή άλλα αξεσουάρ… Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, φυσικά, και με τα τυφλά άτομα.
Δε χρειάζεται να φαντασιωνόμαστε δύσκολα ή συγκλονιστικά έξυπνα tips. Τα πράγματα είναι απλά. Όπως και τα βλέποντα άτομα, έτσι και τα τυφλά, ζούμε στον ίδιο κόσμο, με τα ίδια πρότυπα ομορφιάς, τις ίδιες κοινωνικές επιταγές και, χάρη στο διαδίκτυο, πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες.
Κατά τη διάρκεια της ζωής μας ακούμε και διαβάζουμε για το τι είναι στη μόδα, ποια χρώματα ταιριάζουν μεταξύ τους, ποια σχέδια, ποιες υφές υφασμάτων. Σε όλα αυτά βοηθάει σίγουρα κι η επαφή με συνομήλικα άτομα, ιδίως στο σχολείο, ένας γονιός με καλό γούστο ή μια μεγαλύτερη αδερφή ή αδερφός!
Όλες/οι ξέρουμε, για παράδειγμα, πως δεν μπορείς να ταιριάξεις ένα παντελόνι φόρμας με ένα πουκάμισο, πως δε συνδυάζονται μαζί δύο ή περισσότερα σχέδια, όπως ένα καρό φουλάρι με ένα πουά φόρεμα, πως δεν φοριέται ένα αθλητικό παπούτσι μαζί με ένα επίσημο κοστούμι ή ταγέρ, μια ψάθινη τσάντα με ένα γούνινο πανωφόρι κλπ. Προφανώς και μπορεί κανείς να φοράει ό, τι θέλει, αλλά εδώ συζητάμε για την περίπτωση που θέλουμε να ακολουθούμε τα πρότυπα ομορφιάς, τη μόδα και το τι είναι κοινωνικά αποδεκτό.
Με τον ίδιο, λοιπόν, τρόπο που κάθε άνθρωπος συλλέγει όλες αυτές τις πληροφορίες μεγαλώνοντας, έτσι τις συλλέγει κι ένα άτομο που δε βλέπει. Η διαφορά μας έγκειται στον τρόπο που προσλαμβάνουμε αυτές τις πληροφορίες. Τα βλέποντα άτομα το κάνουν συνήθως μέσω της εικόνας (βίντεο, φωτογραφίες, παρατήρηση των γύρω τους), ενώ τα τυφλά με πιο περιφερειακούς τρόπους, κυρίως μέσω ακουσμάτων ή αναγνωσμάτων (κείμενα, podcasts, sites, εκπομπές, συμβουλές, συζητήσεις).
Πώς ψωνίζουν τα τυφλά άτομα τα ρούχα τους.
Φτάνουμε, λοιπόν, στην ενηλικίωση. Μπορεί να έχουμε αλλάξει πια σπίτι ή ακόμη και πόλη, να σπουδάζουμε ή να εργαζόμαστε, καμιά φορά και να εκθέτουμε τον εαυτό / την εαυτή μας ψηφιακά, μέσω φωτογραφιών και βίντεο. (Μεγάλο κομμάτι η δημιουργία ψηφιακού περιεχομένου, θα το ανοίξουμε διεξοδικά σε επόμενο post.) Έρχονται κάποιες στιγμές που καλούμαστε να ανανεώνουμε την γκαρνταρόμπα μας, ή που έχουμε την ανάγκη να το ρίξουμε στο shopping therapy. Πώς ένα τυφλό άτομο βγαίνει εκεί έξω και ψωνίζει, αν υποθέσουμε πως δεν του περισσεύουν χρήματα για να προσλάβει έναν επαγγελματία στυλίστα/ρια;
Τρεις είναι οι κυριότεροι τρόποι:
- Επισκεπτόμαστε τα καταστήματα ρούχων παρέα με κάποιο άτομο που εμπιστευόμαστε. Κάποιον που να ταιριάζουν τα γούστα μας στο ντύσιμο ή που να γνωρίζει καλά το στυλ μας, ώστε να μας κατευθύνει στα ρούχα που μας είναι κατάλληλα. Με τη βοήθεια αυτού του ατόμου γυρνάμε ένα ή περισσότερα καταστήματα, αγγίζουμε τα ρούχα που πιστεύει πως θα μας άρεσαν, αποφασίζουμε εμείς οι ίδιες/οι ποια απ’ αυτά θα πάρουμε μαζί μας στο δοκιμαστήριο και, τέλος, ακούμε την άποψή του για το πώς δείχνει το ρούχο πάνω μας. Μας πηγαίνει; Μας κολακεύει; Μας παχαίνει ή μας αδυνατίζει; Με ποιο από τα ρούχα που ξέρει πως ήδη έχουμε στο σπίτι θα μπορούσαμε να το συνδυάσουμε; Και πάλι, όμως, την τελική επιλογή την κάνουμε εμείς, τα ίδια τα τυφλά άτομα.
- Ψωνίζουμε ηλεκτρονικά, από e-shops. Εδώ τα πράγματα είναι δυσκολότερα, αφού συχνά τα ηλεκτρονικά καταστήματα δεν είναι απολύτως προσβάσιμα σε τυφλά άτομα, δεν περιλαμβάνουν εναλλακτικά κείμενα στις φωτογραφίες τους ή δεν έχουν αρκετές πληροφορίες που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες σε κάποιον που δε βλέπει. Έτσι είτε θα πρέπει και πάλι να έχουμε κάποιο βλέπον άτομο κοντά μας όσο περιηγούμαστε στο e-shop, είτε θα ρισκάρουμε να πληρώσουμε για κάτι που τελικά δε θα είναι αυτό που νομίζαμε, είτε δε θα καταφέρουμε καν να ολοκληρώσουμε την παραγγελία. Μπελάς η αγορά ρούχων online αν δε βλέπεις!
- Επισκεπτόμαστε μόνες/οι ένα κατάστημα ρούχων / παπουτσιών / αξεσουάρ και ψωνίζουμε με τη βοήθεια των υπαλλήλων. Αυτή η επιλογή μοιάζει ευκολότερη από την προηγούμενη, όμως έχει κι αυτή τα θέματά της. Κατ’ αρχάς πρέπει να πετύχουμε διαθέσιμο τον υπάλληλο, αλλά και με όρεξη να εξυπηρετήσει, όχι απλώς έναν πελάτη, αλλά έναν τυφλό πελάτη, πράγμα που σημαίνει σωστή καθοδήγησή του στο κατάστημα, περισσότερη υπομονή, περισσότερες και καλύτερες περιγραφές, περισσότερος χρόνος κλπ. Επίσης ρισκάρουμε και πάλι να ψωνίσουμε κάτι που, αν και μπορεί να είναι όμορφο και μοντέρνο, ίσως δεν ανταποκρίνεται στο δικό μας γούστο. Και, τέλος, ρισκάρουμε να ψωνίσουμε κάτι που ο/η υπάλληλος βρίσκει ευκαιρία να μας πουλήσει, κάτι που ίσως δε μας κολακεύει καθόλου, που δεν είναι σε προσφορά, που είναι αρκετά ακριβότερο από κάτι παρόμοιο με χαμηλότερη τιμή, που είναι ελαττωματικό και, γενικότερα, κάτι που δε θα μας πάσαραν με ευκολία αν δεν ήμασταν τυφλές/οί!
Πώς τα τυφλά άτομα μαθαίνουν να ξεχωρίζουν και να αναγνωρίζουν τα ρούχα τους.
Κι αφού έχουμε αποκτήσει το προσωπικό μας γούστο κι έχουμε ψωνίσει πλέον τα ρούχα, τα παπούτσια και τα αξεσουάρ που επιθυμούμε, έχει φτάσει η στιγμή να τα συνδυάσουμε με τους τρόπους που ήδη γνωρίζουμε. Πώς, όμως, ξέρουμε ποιο απ’ όλα τα πουκάμισά μας είναι το γαλάζιο, ποιο απ’ όλα τα τζιν μας είναι το μαύρο, ποιο από τα δυο πανομοιότυπα φουλάρια μας είναι το εκρού και ποιο το γκρι; Εδώ σε θέλω, κάβουρα, που λέει κι η παροιμία!
Οι άνθρωποι με βλάβη στην όραση έχουμε πολλούς τρόπους να ξεχωρίζουμε τα ρούχα μας.
Ο απλούστερος και λιγότερο κοπιαστικός απ’ όλους είναι να χρησιμοποιήσουμε κάποια από τις διάφορες εφαρμογές που κυκλοφορούν. Υπάρχουν εφαρμογές που αναγνωρίζουν τα χρώματα με ένα κλικ, ή ακόμη κι εφαρμογές με τις οποίες μπορείς να καλέσεις με βίντεο βλέποντες εθελοντές, ζητώντας τους να σε βοηθήσουν εξ αποστάσεως σε οτιδήποτε χρειάζεσαι που απαιτεί όραση. Στην περίπτωσή μας θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τι χρώμα είναι η μπλούζα που έχουμε μπροστά μας ή, αν δεν έχουμε πρόβλημα να εμφανιστούμε στην κάμερα, μπορούμε να ρωτήσουμε αν το ντύσιμό μας είναι σωστό και τα επί μέρους στοιχεία ταιριαστά μεταξύ τους ή όχι.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να θυμόμαστε απ’ έξω τα χρώματα των ρούχων μας, συνδυάζοντάς τα στο μυαλό μας με την υφή τους. Για παράδειγμα: Η πλεκτή ζακέτα είναι ροζ. Το τζιν παντελόνι που δεν έχει τσέπες μπροστά είναι μπλε, ενώ το τζιν παντελόνι με το μεγάλο, ανάγλυφο κουμπί είναι μαύρο. Το πουκάμισο με το σκληρό ύφασμα είναι λευκό, το πουκάμισο με το μαλακό ύφασμα είναι ριγέ μωβ και το πουκάμισο με το τσεπάκι στο στήθος είναι κόκκινο καρό. Η κοντή φούστα είναι σκούρα γκρι και η μακριά είναι φλοράλ σε γήινα χρώματα. Αυτός είναι κι ο τρόπος που προσωπικά χρησιμοποιώ κι εγώ. (Και, μεταξύ μας, μάλλον αυτός είναι κι ο λόγος που μετά σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ αν έκλεισα το θερμοσίφωνα!)
Η τρίτη μέθοδος αφορά στα ρούχα τα οποία έχουμε και τυγχάνει να είναι πανομοιότυπα. Θέλαμε, βρε αδερφέ, να πάρουμε ένα σακάκι, έτυχε να διατίθεται το ίδιο σε δύο χρώματα και τα θέλαμε και τα δύο. Τώρα; Τι κάνουμε τώρα που η υφή τους είναι ακριβώς η ίδια; Σε αυτήν την περίπτωση θα αναζητήσουμε κάποια μικρή διαφορά, κάποια ατέλεια ίσως, την οποία, όμως, εμείς θα χρησιμοποιήσουμε ως σημάδι για να τα ξεχωρίζουμε μεταξύ τους. Μια κλωστούλα που κρέμεται, μια ατέλεια στη ραφή…
Εγώ, λόγου χάρη, έχω δύο ολόιδια παλτά, το ένα σε κόκκινο και το άλλο σε καμηλό χρώμα. Έχω παρατηρήσει ότι στο αριστερό μανίκι του κόκκινου, από τη μέσα μεριά, η φόδρα είναι ραμμένη λίγο στραβά, λίγο πιο στριφογυριστά απ’ ό, τι θα έπρεπε. Όταν θέλω να φορέσω κάποιο από τα δύο, τσεκάρω το αριστερό μανίκι, για να ξέρω ποιο είναι ποιο.
Αν δεν υπάρχει καμία ατέλεια σε κανένα από τα δύο ή περισσότερα πανομοιότυπα ρούχα, τότε:
Είτε δημιουργούμε εμείς κάποια διακριτική διαφοροποίηση (πχ: ράβουμε ένα μικρό κουμπάκι στην εσωτερική μεριά του ενός, κεντάμε κάπου κρυφά ένα μονόγραμμα ή ένα σχεδιάκι, κόβουμε μια ετικέτα κλπ)…
Είτε τα τοποθετούμε σε διαφορετικές θέσεις (πχ: αριστερά στην ντουλάπα το χακί φόρεμα, δεξιά το μαύρο. Στο πάνω ντουλάπι οι καφετιές γόβες, στο κάτω οι κόκκινες. Διπλωμένο προς τα έξω το μπεζ παντελόνι διπλωμένο προς τα μέσα το μπλε κλπ).
Όλα αυτά ίσως ακούγονται κάπως ψυχαναγκαστικά, υπερβολικά ή εξαντλητικά, όμως αυτός είναι ο τρόπος των τυφλών ανθρώπων να έχουν τις πληροφορίες που ένας βλέπων μπορεί να έχει μόνο με μια ματιά. Γι’ αυτό και στα σπίτια πολλών τυφλών ατόμων που ζούμε μόνα κι ανεξάρτητα συχνά επικρατεί μια σχεδόν απόλυτη τακτικότητα, ακριβώς γιατί έτσι μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο και την αυτονομία μας ανά πάσα στιγμή. Φαντάσου, λοιπόν, πόσο μας δυσκολεύει όταν κάποιος επεμβαίνει, καλοπροαίρετα, σε αυτήν την τάξη, νομίζοντας πως συμμαζεύει και πως έτσι μας βοηθάει, χωρίς να γνωρίζει πώς και γιατί τα πράγματα είναι τοποθετημένα ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβώς σε αυτές τις θέσεις!
Αυτοί όλοι ήταν οι τρόποι που ένας τυφλός άνθρωπος μαθαίνει να κάνει καλόγουστους συνδυασμούς, καταφέρνει να ψωνίζει και επιτυγχάνει να ξεχωρίζει τα ρούχα του, από το Α ως το Ω!
Πώς σου φάνηκε το άρθρο αυτό; Το βρήκες ενδιαφέρον και χρήσιμο;
Εσύ φανταζόσουν κάποιον απ’ όλους αυτούς τους τρόπους, τις τεχνικές και τις μεθόδους;
Σου φάνηκαν δύσκολα;
Περιμένω, όπως πάντα, τη γνώμη και τις σκέψεις σου στα σχόλια.
Χριστίνα Σαρρή,
ομιλήτρια για θέματα τυφλότητας.