Θυμήθηκα σήμερα μια 5η Αυγούστου περασμένη, πολλά καλοκαίρια πριν. Πρέπει να ήμουν οκτώ ή εννέα ετών τότε. Ήταν ένα από τα δύο καλοκαίρια που τα είχαμε περάσει ολόκληρα στα στρατιωτικά ΚΑΑΥ των Νέων Πόρων, μπαμπάς στρατιωτικός γαρ. Παραθερίζαμε σε ένα από τα μικρά, ξύλινα σπιτάκια, από τη μέρα που έκλειναν τα σχολεία σχεδόν ως τη μέρα που άνοιγαν ξανά.
Τα ΚΑΑΥ των Νέων Πόρων ήταν πανέμορφα, ή τουλάχιστον έτσι τα θυμάμαι εγώ. Μια τεράστια, περιφραγμένη και φυλαγμένη έκταση, ακριβώς δίπλα στην παραλία. Εκεί μέσα, εκτός από τα ξύλινα και τα χτιστά σπίτια που έμεναν οι οικογένειες των στρατιωτικών, μπορούσες να βρεις τα πάντα: εστιατόριο, καφέ μπαρ, mini market, κιλικίο, παιδική χαρά, διάφορα γήπεδα στρωμένα με γκαζόν, εκκλησία, ιατρείο, όμορφους κήπους με πλακόστρωτα μονοπάτια για περιπάτους, ξύλινα κιόσκια και πέτρινες βρύσες εδώ κι εκεί… Ούσα παιδί δημοτικού, όλα αυτά μου φαίνονταν σαν ένας μικρός παράδεισος.
Ο πατέρας μου περνούσε πολλές ώρες στις διάφορες δουλειές εκεί, οπότε, προκειμένου να μην είναι μόνη η μητέρα μου όλη μέρα, συχνά φιλοξενούσαμε στο σπιτάκι μας την αδερφή της με τα δύο από τα τρία της παιδιά, και σπανιότερα ακολουθούσε κι ο θείος με το τρίτο παιδί.
Τα τέσσερα ξαδέρφια, λοιπόν, περνούσαμε τις μέρες μας απολαμβάνοντας τη θάλασσα, όταν δεν ήταν γεμάτη σαλούφες (δηλαδή μέδουσες), κάνοντας ποδήλατο, παίζοντας εδώ κι εκεί, ζωγραφίζοντας τα μεσημέρια (τότε είχα ακόμη όραση για να το κάνω αυτό), διαβάζοντας, παίζοντας επιτραπέζια και οργανώνοντας διάφορα θεατρικά΄και χορευτικά δρόμενα, με σκοπό να τα παρουσιάσουμε στους γονείς μας, πράγμα το οποίο εκείνοι βαριόντουσαν να παρακολουθήσουν, οπότε και πήγαιναν άκλαυτα. Α, επίσης κάναμε συχνά κόντρες, είτε με τα ποδήλατα, είτε παλεύοντας, κολυμπώντας, σκαρφαλώνοντας ή οτιδήποτε άλλο και πάντα χωριζόμασταν σε κορίτσια – αγόρια! Που τα κορίτσια ήμασταν τρία και τα… αγόρια ήταν ο ξάδερφός μου μόνος του, ξέρω ‘γω! Μάντεψε ποιες κέρδιζαν πάντα!
Μια μέρα που κάπως τα είχαμε βαρεθεί όλα αυτά και θέλαμε να δοκιμάσουμε κάτι καινούργιο, αποφασίσαμε να καθιερώσουμε την «ημέρα των παιδιών». Όχι σε διεθνές επίπεδο δεν είχαμε τόσο μεγάλες βλέψεις. Μεταξύ των δύο οικογενειών μας για αρχή ήταν καλά! Αποφασίσαμε αυτή η μέρα να είναι η 5η Αυγούστου, το ανακοινώσαμε και στους γονείς μας και για κάποιες μέρες προετοιμαζόμασταν γι’ αυτό το γεγονός με μεγάλο ζήλο κι ενθουσιασμό.
Την «ημέρα των παιδιών» θα αντιστρέφονταν οι ρόλοι! «Οι μεγάλοι» θα ήταν τα παιδιά και τα παιδιά θα συμπεριφέρονταν σαν μεγάλοι! Κανείς δε θα μας περιόριζε, κανείς δε θα μας έλεγε τι να κάνουμε, κανείς δε θα μας έλεγε μέχρι πόσο βαθιά στο νερό θα μπορούσαμε να κολυμπήσουμε. Για μια μέρα θα παίρναμε εμείς αυτήν την εξουσία! Το πρωί θα στέλναμε τους γονείς να μας φέρουν κρύες σοκολάτες από το μπαρ (όχι καφέ, είπαμε), όπως έκαναν αυτοί κάθε μέρα, και θα τις αγοράζαμε από το δικό μας χαρτζιλίκι. Όποτε το αποφασίζαμε εμείς, θα πηγαίναμε στην παραλία, κρατώντας τους γονείς μας από το χεράκι για να τους προσέχουμε. Θα τους βάζαμε αντηλιακό με το ζόρι και θα μπαίναμε στη θάλασσα έπειτα από καμιά ώρα, όπως έκαναν εκείνοι. Και μέχρι τότε θα τους φωνάζαμε απ’ έξω «Πιο ρηχάάάάάάάά»! Το μεσημέρι θα αποφασίζαμε εμείς τι θα φάει η οικογένεια, έπειτα θα πέφταμε για ύπνο και θα τους αφήναμε να καθίσουν ήσυχα στο μπαλκόνι ζωγραφίζοντας και διαβάζοντας. Και, γενικά, θα βγάζαμε εμείς το πρόγραμμα της ημέρας κι «οι μεγάλοι» θα ήταν υποχρεωμένοι να το ακολουθήσουν.
Η «ημέρα των παιδιών», φυσικά, υπήρξε μια απόλυτη αποτυχία. Παρότι οι γονείς μας είχαν συμφωνήσει να συμμετάσχουν σε αυτό, αυτή δεν ήταν παρά μια γρήγορη υπόσχεση απ’ αυτές που δίνουν καμιά φορά οι γονείς στα παιδιά τους, προκειμένου εκείνα να τους αφήσουν για λίγο σε ησυχία! Επίσης, κανείς μας δεν είχε θυμηθεί να υπολογίσει πως κανένας γονιός δε θα μπορούσε να παριστάνει το παιδί, αν πρώτα δεν έπινε έναν καλό καφέ συνοδευόμενο από μερικά τσιγάρα με το που θα ξυπνούσε. Κι ακόμη κι αν οι γονείς έκαναν κάποιες στιγμές φιλότιμες προσπάθειες να παίξουν το παιχνίδι μας, αυτές κρατούσαν για πολύ λίγο. Γιατί φάνηκε, τελικά, πως τα παιδιά δεν ήμασταν σε θέση να μεγαλώσουμε και να αναλάβουμε τέτοιες ευθύνες μέσα σε μια μέρα, αλλά κι οι μεγάλοι αντιστέκονταν σθεναρά στο να γίνουν και πάλι για λίγο παιδιά!
Θέλαμε να το επαναλάβουμε και την επόμενη χρονιά, όμως και τα τέσσερα ξαδέρφια θυμόμασταν πώς είχε αποτύχει παταγωδώς η πρώτη φορά, κι έτσι δεν το επιχειρήσαμε ξανά ποτέ. Δεν ξέρω για την αδερφή και τα ξαδέρφια μου, εγώ θυμάμαι ακόμη εκείνη τη μέρα, καθώς και την ημερομηνία. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό και τη λαχτάρα μας, θυμάμαι και την απογοήτευσή μας στα μισά της μέρας, που βλέπαμε πως δε μας βγαίνει τελικά. Και ήθελα σήμερα αυτές μου τις αναμνήσεις να τις μοιραστώ και μαζί σου.
Εσύ τι θυμάσαι από τα καλοκαίρια των παιδικών σου χρόνων; Θέλεις να μοιραστείς στα σχόλια κάποια αγαπημένη ανάμνηση; Μήπως έπαιζες κι εσύ με την παρέα σου κάποιο δικό σας παιχνίδι, βγαλμένο από τη φαντασία σας; Θα χαρώ να σε διαβάσω…
Χριστίνα Σαρρή