Αν είμαι σήμερα στην Αθήνα και κάνω όσα κάνω, όλα τα χρωστάω σε αυτόν τον άνθρωπο…
Στις 18 Ιουνίου 2016 βρίσκομαι στο Βόλο με την οικογένειά μου, με σκοπό να γνωρίσω από κοντά το Βαγγέλη Αυγουλά, έναν άνθρωπο που θαύμαζα κι εκτιμούσα πολύ. Τυφλός δικηγόρος, πασίγνωστος στο χώρο των τυφλών κι όχι μόνο, με ένα ήδη τεράστιο, ατελείωτο βιογραφικό στα είκοσι οκτώ του έτη, τόσο ήταν τότε. Όρεξη να είχες να διαβάζεις με τις ώρες! Είχε, λοιπόν, κάποια δουλειά στο Βόλο τότε και, αφού γνωριζόμασταν λίγο καιρό διαδικτυακά, το είδαμε ως ευκαιρία να πιούμε κι έναν καφέ δια ζώσης. Άλλωστε ο Βαγγέλης ζούσε στην Αθήνα. Εγώ δε θα τύχαινε να βρεθώ ποτέ στα μέρη του. Χα χα, ναι, έτσι νόμιζα. Κούνια που με κούναγε!
Βγαίνουμε, λοιπόν, για τον καφέ αυτόν, συστηνόμαστε από την αρχή, λέμε δυο κουβέντες να σπάσει ο πάγος κι έρχεται η ερώτηση σχετικά με το τι σκέφτομαι να κάνω στη ζωή μου τελειώνοντας το Λύκειο. Εκείνη την περίοδο είχα μόλις αρχίσει να σκέφτομαι τις σπουδές στην ψυχολογία. Μάλιστα, τα μόνα τμήματα που υπήρχαν τότε σε ελληνικά πανεπιστήμια ήταν σε Ρέθυμνο, Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Κάποια άλλη στιγμή, σε επόμενο post, θα συζητήσουμε πόσο ωραία είχαμε περάσει στο σπίτι τον καιρό που σκεφτόμουν το τμήμα στο Ρέθυμνο. Ωραίοι, οικογενειακοί καυγάδες! Από τους οποίους καυγάδες, ωστόσο, είχα αποφασίσει τελικά να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη. Αυτή ήταν κι η απάντηση που έδωσα στο Βαγγέλη τότε.
Να μην τα πολυλογώ, η επόμενη ερώτηση είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ σήμερα. «Την Αθήνα γιατί δεν την σκέφτεσαι;», μου λέει, με απόλυτη ψυχραιμία! Οι γονείς μου βρίσκονται σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου να παθαίνουν πολλαπλά εγκεφαλικά. Ίσως κι εγώ το ίδιο κατά βάθος, αλλά με τη δική του ψυχραιμία πασάρω σε εκείνους την ερώτηση. «Δεν ξέρω. Γονείς, την Αθήνα γιατί δεν την σκέφτομαι;».
Κι αρχίζουν εκατέρωθεν αυτά που έχω ακούσει χιλιάδες φορές ήδη:
– Τι λες, βρε Βαγγέλη; Δεν είμαστε για Αθήνα!
– Δε μιλάμε για εσάς. Για τη Χριστίνα μιλάμε!
«Και πώς θα πάει; Και τι θα κάνει; Και πώς θα το κάνει; Αφού δε βλέπει το κορίτσι! Κι η Αθήνα είναι ζούγκλα κι έχει εγκληματικότητα. Και θα είναι μόνη της. Κι αν πάθει κάτι τι θα γίνει; Και πώς θα βγαίνει; Και πώς θα μαγειρεύει; Και πώς θα φροντίζει μόνη της το σπίτι; Και πώς το ένα και πώς το άλλο και πώς το παράλλο;». Όλα αυτά εξ αριστερών μου, απ’ τη μεριά των γονιών μου, οι οποίοι είναι ψιλοπανικόβλητοι πλέον.
Κι εκ δεξιών ο Βαγγέλης να δίνει ρέστα! «Κι εγώ δε βλέπω και ζω μόνος μου. Και σπούδασα κι εργάζομαι και συντηρώ το σπίτι μόνος και ταξιδεύω και κάνω τα πάντα. Δεν είναι μόνο η Αθήνα ζούγκλα. Παντού υπάρχει εγκληματικότητα κι αν είναι να πάθεις κάτι μπορείς να το πάθεις παντού. Η Θεσσαλονίκη, δηλαδή, δεν έχει εγκληματικότητα; Στη Θεσσαλονίκη δε θα είναι μόνη της; Δε θα πρέπει όλα αυτά να τα κάνει μόνη της και πάλι; Και στην Αθήνα αν θέλει θα μπορεί να βρει ανθρώπους να την βοηθήσουν αν χρειαστεί. Αφήστε που θα βρει παρέες, θα δικτυωθεί. Υπάρχουν οι φορείς των τυφλών, υπάρχουν εθελοντές. Πώς θα είναι μόνη της; Τόσα τυφλά άτομα ζουν στην Αθήνα αυτόνομα κι ανεξάρτητα, μακριά απ’ τις οικογένειές τους; Η Χριστίνα γιατί να μην τα καταφέρει; Θα κάνει και μαθήματα κινητικότητας με λευκό μπαστούνι, θα μάθει και δεξιότητες. Θα μπορεί να φροντίζει τον εαυτό της μόνη. Κι οι δικοί μου οι γονείς στην αρχή ανησυχούσαν κι όλοι οι γονείς ανησυχούν. Αλλά τι να γίνει; Δεν πρέπει να αυτονομηθεί κι η Χριστίνα; Πρέπει να έχει πάντα κάποιον ανάγκη να την φροντίζει; Να εγκαταλείψει τις ευκαιρίες που της δίνονται και τα όνειρά της προκειμένου να μην πάθει τίποτα ποτέ, για μια ασφάλεια που, στην τελική, δεν της την εγγυάται και κανείς;».
Να λένε οι γονείς μου, να απαντάει ο Βαγγέλης. Και να λέει και να λέει και να λέει… Κι εγώ να ‘μαι στη μέση και να παρακολουθώ τη συζήτηση, σχεδόν αμέτοχη, κοιτώντας μια από ‘δω και μια από ‘κει. Και, με όλη την ορμή της εφηβείας τότε, να λέω από μέσα μου «Πες τα, ρε Βαγγέλη! Δώσε, ρε Βαγγέλη», θαυμάζοντάς τον που είχε κυριολεκτικά μια λύση για κάθε υποτιθέμενο πρόβλημα! Τα άκουγα όλα αυτά για πρώτη φορά; Όχι απαραίτητα. Πολλά απ’ αυτά τα είχα ξανακούσει. Αλλά ο Βαγγέλης είχε τον τρόπο του. Είχε μια σιγουριά σ’ αυτά που έλεγε, που δε σου έδινε περιθώρια να αμφιβάλλεις. Και, κάτι τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό, ήταν τυφλός ο ίδιος. Ακόμη και να ήθελες να αμφιβάλλεις δε γινόταν. Είχες το παράδειγμα ζωντανό, μπροστά σου.
Εννοείται πως μας έπεισε όλους στο τέλος, δικηγόρος γαρ. Μέσα σε δύο ώρες που κράτησε εκείνος ο καφές, κατάφερε και μας γκρέμισε τις φοβίες δεκαεπτά ολόκληρων ετών. Ναι, και τις δικές μου. Εγώ είχα στο μυαλό μου πως ο Βαγγέλης θα μπορούσε ίσως να καλμάρει τους γονείς μου με τις ανησυχίες τους, και τελικά, όχι μόνο εμψύχωσε κι εμένα την ίδια, όχι μόνο μου έκανε ξεκάθαρο πόσα μπορούσα να κάνω, κι ας μην τα ήξερα ακόμη, αλλά με έπεισε να πάω στην Αθήνα! Ποια; Εγώ, στην Αθήνα! Που άκουγα για την Αθήνα και φρίκαρα μόνο στη σκέψη. Που την φανταζόμουν σαν κανένα τρομαχτικό μέρος που βγαίνεις από το σπίτι και δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω ζωντανός. Που η μόνη φράση που άκουγα ως τότε με τη λέξη «Αθήνα’ μέσα ήταν το «Χριστίνα, μην πας ποτέ να ζήσεις σε μια πόλη σαν την Αθήνα»!
Και τώρα, ξαφνικά, ναι, μέσα σε εκείνες τις δυο ώρες, το είχα πάρει απόφαση. Εκεί θα πήγαινα. Εκεί θα σπούδαζα. Ναι, μπορούσα, όπως μπορούσαν κι άλλοι. Θα τα κατάφερνα. Εκεί. Για αρχή. Και βλέπαμε για αργότερα!
Εκείνο το βράδυ προσπάθησα για πρώτη φορά στη ζωή μου να μαγειρέψω μόνη. Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω, δεν ήξερα καν πώς να καταλάβω ότι το νερό ξεκίνησε να βράζει στην κατσαρόλα, αλλά ναι, το προσπάθησα. Επικές στιγμές, κι αυτή η ιστορία για επόμενο post! Και μετά βγήκα με τους φίλους μου να το γιορτάσω, ανακοινώνοντάς τους τα νέα κι ήπια την πιο γλυκιά, την πιο μεθυστική σαγκρία της ζωής μου!
Ο Βαγγέλης, λοιπόν, είναι ο λόγος που είμαι εδώ σήμερα. Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει στη ζωή μου αν δεν είχα βγει μαζί του για εκείνον τον καφέ. Δεν ξέρω τι πορεία θα είχα ακολουθήσει. Δε νομίζω, όμως, πως τα πράγματα θα είχαν έρθει τόσο καλά, τόσο ευνοϊκά για μένα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί ως τότε οι κινήσεις μου ήταν σπασμωδικές, διστακτικές και με φόβο. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, από εκείνη τη συζήτηση, το μεγαλύτερο κομμάτι του φόβου είχε φύγει από πάνω μου. Πλέον είχαν φυτρώσει φτερά!
Το Βαγγέλη ακόμη τον θαυμάζω, ακόμη τον καμαρώνω, τον εκτιμώ απεριόριστα και, μεταξύ μας, ένας πολύ καλός μου φίλος, όταν αναφέρεται στο Βαγγέλη, δεν τον λέει με το όνομά του, αλλά μου τον αναφέρει ως «Το πρότυπό σου». Γιατί, ναι, εκτός από μέντορας, ο Βαγγέλης είναι και πρότυπο για μένα. Κι αν δε με βρίσει κάτω από αυτό το post, που μετά από πεντακόσια χρόνια που έχουμε να τα πούμε του έχω υποσχεθεί έναν καφέ εδώ και δυο μήνες κι ακόμη δεν τον έχουμε κανονίσει, γιατί την αναβλητικότητά μου την πολεμώ κάθε μέρα, θέλω να του πω και δημόσια ένα τεράστιο ευχαριστώ, το μεγαλύτερο που θα μπορούσα να πω. Βαγγέλη, θα σου είμαι πάντα ευγνώμων! Σου χρωστάω πολλά απ’ όσα είμαι σήμερα. Εντάξει, ξέρω, σου χρωστάω κι έναν καφέ! Αλλά εκείνος ο καφές του 2016 δεν ξεπληρώνεται!
Χριστίνα Σαρρή