Σήμερα, που γιορτάζουν όλες οι μητέρες και τα social media κατακλύζονται από ευχές, εσύ, μητέρα τυφλού παιδιού, γιόρτασες; Εσένα σε θυμήθηκε κανείς; Άκουσες «χρόνια πολλά», ή μόνο «καλή δύναμη» και «υπομονή», όπως ακούς συνήθως; Εσύ, μητέρα τυφλού παιδιού, σε θυμήθηκες;
Θυμάσαι πως είσαι μαμά και όχι το παιδί για όλες τις δουλειές; Θυμάσαι πως η μητρότητα έχει και χαρές, εκτός από άγχος και φόβο για το αύριο; Θυμάσαι πως το τυφλό παιδί σου, εκτός από τυφλό, είναι και παιδί, και μάλιστα κυρίως αυτό; Θυμάσαι πως εσύ, εκτός από μαμά, είσαι και άνθρωπος; Θυμάσαι πως το τυφλό παιδί σου πρέπει να τρέχει από παιδική χαρά σε πάρκο κι από πάρκο σε παιδότοπο, κι όχι από γιατρό σε οφθαλμίατρο κι από οφθαλμίατρο σε οπτομέτρη; Θυμάσαι πως είναι παιδί κι εσύ μαμά; Πως θέλει να είναι το καλύτερο παιδί για σένα, όπως κάθε παιδί για τη μαμά του, κι εσύ είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου μέσα στο μυαλό του; Θυμάσαι πως αυτό που έχει σημασία είναι να ευχαριστιέται τη ζωή κι ας μη βλέπει, παρά να βλέπει κι ας μην ευχαριστιέται τη ζωή;
Όταν οι γονείς μου με πήγαν για πρώτη φορά σε οφθαλμίατρο στα δύο μου έτη, γιατί είχαν καταλάβει πως κάτι μάλλον δεν πήγαινε καλά με την όρασή μου, περίμεναν πως θα έχω ίσως κάποιο στραβισμό ή κάποιο ελαφρύ, σχεδόν αστείο προβληματάκι που θα πέρναγε εύκολα μέσα σε λίγο καιρό. Αντ’ αυτού ο γιατρός, αφού με εξέτασε για ώρα μουρμουρίζοντας, χωρίς να εξηγεί το παραμικρό, τους κάθισε απέναντί του και τους είπε, δίχως καμιά εισαγωγή, κανέναν πρόλογο και καμιά εν συναίσθηση: «Το παιδί σας θα μείνει τυφλό». Ακριβώς όπως σου το γράφω, με αυτά τα λόγια.
Οι γονείς μου, όπως καταλαβαίνεις, έχασαν τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους. Βρισκόμασταν στη Θεσσαλονίκη και την επόμενη μέρα θα ξεκινούσαμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Ποιες διακοπές και ποια καλοπέραση; Σε μια στιγμή γκρεμίστηκαν όλα, η ζωή μας, ο κόσμος ολόκληρος! Αντί για διακοπές, οι γονείς μου αποφάσισαν να επιστρέψουμε πίσω, στη βάση μας, στο Διδυμότειχο που μέναμε τότε.
Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι η μητέρα μου έκλαιγε όλη νύχτα στο μπαλκόνι καπνίζοντας. Όμως τα ξημερώματα πήρε μια απόφαση.: Το παιδί της θα ζούσε μια φυσιολογική ζωή, όπως όλα τα παιδιά. Το παιδί της είχε δικαίωμα να παίζει, να τρέχει, να πηγαίνει διακοπές, να περνάει καλά και να ζει ευτυχισμένο, όπως τα άλλα παιδιά και δε θα επέτρεπε να καταδικαστεί στην αδράνεια και τη μιζέρια επειδή δεν έβλεπε. Επιπλέον, υπήρχε ακόμη ένα παιδί, η μεγάλη μου αδερφή, το οποίο επίσης δεν άξιζε να στερηθεί εμπειρίες, επειδή η μάνα του, ο πατέρας του και το τυφλό του αδερφάκι θα κάθονταν στο εξής κλεισμένοι στο σπίτι να κλαίνε τη μοίρα τους και «την ατυχία που τους έλαχε»! Λοιπόν, όχι!
Η μητέρα μου ήταν αυτή που ανακοίνωσε στον πατέρα μου ότι το πρόγραμμα θα τηρούταν κανονικά. Η μητέρα μου κυρίως ήταν αυτή που με γέμισε οπτικά ερεθίσματα όσο ακόμη είχα όραση, ώστε να τα θυμάμαι όταν δε θα είχα πια. Η μητέρα μου έπαιρνε τηλέφωνα, έστελνε επιστολές κι έβγαινε στην πρώτη γραμμή σε σχολεία, πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες, υπουργεία και κανάλια, ώστε να μπορώ εγώ να έχω τα αυτονόητα. Η μητέρα μου ξενυχτούσε μαζί μου, βοηθώντας με στο διάβασμα για το σχολείο, αναγκασμένη να μαθαίνει εκείνη πρώτη και στη συνέχεια να μου εξηγεί αρχαία, φυσική, ιστορία, άλγεβρα, έκθεση, χημεία, αντικαθιστώντας όλες τις ειδικότητες των καθηγητών παράλληλης στήριξης που δεν είχα. Η μητέρα μου ήταν, όμως, κι αυτή που μου διάβαζε λογοτεχνία όταν ακόμη δεν μπορούσαμε ούτε να φανταστούμε ότι υπάρχουν ηχητικά βιβλία και e-books. Η μητέρα μου μου έμαθε, με το παράδειγμα και με τη στάση της, να μη λυπάμαι την εαυτή μου και να απαιτώ το σεβασμό από τους γύρω μου στα δεκάδες περιβάλλοντα που άλλαξα στη ζωή μου.
Κι αν μπορούσα, έτσι όπως είμαι τώρα πια από εδώ που βρίσκομαι, να επιστρέψω σε εκείνα τα βράδια που, εξαντλημένη απ’ όλα αυτά τα άγχη, κλεινόταν στην κουζίνα κλαίγοντας και καπνίζοντας, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια ήδη κοιμόταν, θα πήγαινα κοντά της να της δείξω τι έγινα χάρη σε εκείνη. Θα την αγκάλιαζα συμπονετικά στην αρχή, κι έπειτα θα της έδινα μια σκουντιά να την συνεφέρω! «Έι», θα της έλεγα. «Σταμάτα να αγχώνεσαι. Μου ‘χεις βάλει καλές βάσεις, μην ανησυχείς! Μια χαρά θα τα καταφέρουμε. Δε με βλέπεις που τρέχω και παίζω σαν το τρελοκάτσικο όλη μέρα; Που σκαρφαλώνω στα έλατα σαν τη μαϊμού, σε ύψος που οι φίλες μου που βλέπουν φοβούνται να ανέβουν. Που κρεμαντζουλιέμαι στην παιδική χαρά και παριστάνω τη Lara Croft κι εσύ βγαίνεις και μου φωνάζεις απ’ το μπαλκόνι να κατέβω, μην πέσω και σπάσω κανένα κεφάλι!
Και τώρα κοίτα με… Στα 18 μου θα θέλω άρον άρον να φύγω από το σπίτι. Θα είμαι άριστη σε τυπικό σχολείο, θα πάρω proficiency, θα σπουδάσω, θα ζω μόνη στην Αθήνα, θα κάνω χίλια δυο πράγματα μόνη μου και θα αγανακτώ όταν θα με βοηθάνε με το ζόρι. Γιατί, μη φοβάσαι, θα χρειάζομαι λιγότερη βοήθεια απ’ όσο νομίζεις τώρα. Και θα γίνω σπαστικιά στην εφηβεία κι ακόμη περισσότερο όταν φύγω στην Αθήνα. Και θα διαφωνείς μ’ αυτά που κάνω και θα τσακωνόμαστε συχνά. Και πάλι θα τα βρίσκουμε, αλλά εσύ πάλι θα επιμένεις πως δε σ’ αρέσουν πάντα όλα όσα κάνω κι εγώ πάλι θα κάνω του κεφαλιού μου κι ακόμη κι έτσι πάλι θα αγαπιόμαστε. Κι από εκεί που τώρα φοβάσαι πως θα πρέπει να είσαι πάντα δίπλα μου, τότε θα με παρακαλάς να έρχομαι και λίγο να με δείτε. Και θα σε κάνω περήφανη πολλές φορές και θα σε ντροπιάσω άλλες τόσες. Και σε κάποια πράγματα θα σου μοιάσω και σε άλλα θα αναρωτιέσαι από πού στην ευχή πήρα. Οπότε σταμάτα να αγχώνεσαι»,, θα της έλεγα, «γιατί τελικά, μαμά, τον πέτυχες το στόχο σου: Μεγάλωσα, ενηλικιώθηκα και έζησα και ζω όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά»!
Γι’ αυτό κι εσύ, μητέρα τυφλού παιδιού, γίνε σαν τη δική μου μητέρα. Ξέρω πως αγχώνεσαι, ξέρω πως φοβάσαι, ξέρω πως ανησυχείς. Πάρε το χρόνο σου, έκφρασε τα συναισθήματά σου, αλλά μετά ανασκουμπώσου και θυμήσου: το παιδί σου πρέπει να ζήσει σαν τα υπόλοιπα παιδιά κι αυτό μπορεί να το κάνει ακόμη και χωρίς την όρασή του, όπως εγώ! Κι αυτό αξίζει και σε σένα και σ’ εκείνο! Να γιορτάζεις, μητέρα τυφλού παιδιού. Να γιορτάζεις και τη μέρα της μητέρας, αλλά και κάθε μέρα. Γιατί η ζωή είναι εκεί έξω και μας περιμένει όλες κι όλους. Είναι εύκολος ο φόβος, η μιζέρια και η απομόνωση, αλλά δεν έχουν πλάκα.
Και η δική μου τρελομαμά είναι διαθέσιμη να σου τα επιβεβαιώσει όλα αυτά, μου το έχει πει και σου το λέω κι εγώ τώρα. (Αμάν, ρε μαμά! Μην κάνω τίποτα μόνη μου και δε χωθείς κι εσύ! «Και για μένα να πεις, και για μένα! Εσύ να μιλάς για τους τυφλούς, ξέρεις πώς είναι να είσαι τυφλή. Εγώ μπορώ να βοηθάω τις μανάδες τους, γιατί ξέρω πώς είναι να είσαι μάνα τυφλού παιδιού», έτσι μου λέει. Α, ρε μάνα!)
Χρόνια σας πολλά!
Εσύ τι όμορφο θυμάσαι απ’ τη δική σου μαμά;
Χριστίνα Σαρρή,
συγγραφέας, φοιτήτρια ψυχολογίας, ομιλήτρια για θέματα τυφλότητας, BookTuber…