Όταν… “βοηθάμε” τα τυφλά άτομα – Χριστίνα Σαρρή

Ιούλ 14, 2020 | Σκέψεις

Προς καλοπροαίρετους, και όχι μόνο, ανθρώπους που θέλουν να βοηθήσουν ένα τυφλό άτομο στο δρόμο…

Μου τυχαίνει καθημερινά να συναντάω ανθρώπους στο δρόμο οι οποίοι θέλουν να με βοηθήσουν, από το να εντοπίσω κάτι που ψάχνω ή το να περάσω ένα δρόμο, μέχρι και να περπατήσω στην ευθεία ή να ανέβω ένα τόσο δα σκαλοπατάκι. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ωστόσο, δεν έχουν ιδέα πως να το κάνουν σωστά.

Αν υποθέσουμε πως θέλεις να προσφέρεις τη βοήθειά σου από καλοσύνη και όχι από ανάγκη να κάνεις την καλή πράξη της ημέρας, καλό θα ήταν να διαβάσεις αυτό το κείμενο. Αν, όμως, ανήκεις στη δεύτερη κατηγορία, μην κάνεις τζάμπα τον κόπο. Πιθανότατα δε σε ενδιαφέρει καν, θα χάσεις το χρόνο σου!

Πρώτα απ’ όλα (το έχω πει χιλιάδες φορές και το ξαναλέω, μπας και το εμπεδώσουμε κάποτε!): Δε ρωτάμε τον τυφλό “Πού θες να πας;”! Είναι πολύ αδιάκριτη ερώτηση και δε σε αφορά πού θέλω να πάω. Έρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση όταν πρέπει να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Αυτή η πληροφορία σχεδόν αγγίζει τα όρια των προσωπικών δεδομένων! Μπορεί να πηγαίνω απλά για καφέ, ή για δουλειά και είναι δικό μου θέμα. Μπορεί να πηγαίνω για γυναικολογικές εξετάσεις, για κωλονοσκόπηση ή για ψώνια στο γειτονικό sex shop! Δε… σε… αφορά!

Εσένα αυτό που σε αφορά, ελπίζω, είναι να με βοηθήσεις, οπότε έχουμε και λέμε:

Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις, αν πιστεύεις ότι χρειάζομαι βοήθεια, είναι να ρωτήσεις αυτό ακριβώς! Τόσο απλό! Αν σου πω ότι δε χρειάζομαι, απλώς δε χρειάζομαι. Εκτός από την περίπτωση που αντικειμενικά βρίσκομαι σε κίνδυνο, κατά τ’ άλλα δεν είναι ανάγκη να επιμείνεις και σίγουρα όχι να μου προσφέρεις βοήθεια με το ζόρι! Διαφορετικά δε βοηθάς, γίνεσαι φόρτωμα! Πίστεψέ με, ξέρω πολύ καλύτερα από σένα τις δυνατότητές μου κι έχω εκπαιδευτεί για μήνες ολόκληρους, ώστε να καταφέρνω να είμαι ανεξάρτητος άνθρωπος. Στ’ αλήθεια, το τελευταίο που με ενδιαφέρει είναι να μου δείξεις πόσο ανίκανη με θεωρείς.

Σε περίπτωση που πράγματι χρειάζομαι βοήθεια, η ερώτηση που πρέπει να ακολουθεί είναι “Τι βοήθεια θέλεις;”. Άφησε εμένα να σου υποδείξω τι θέλω να κάνεις και με τι τρόπο. Μπορεί να θέλω να με συνοδεύσεις ως λίγα μέτρα παρακάτω ή να μου βρεις την πόρτα ενός κτηρίου. Μπορεί να θέλω να με βοηθήσεις να περάσω ένα δρόμο ή απλώς και μόνο να με ενημερώσεις ότι άναψε το πράσινο φανάρι και τίποτα άλλο. Σεβάσου αυτό που σου ζητάω και βοήθα με μόνο ως εκεί που το έχω ανάγκη.

Τέλος, αν και μόνο αν χρειάζεται, ρώτα με πού θέλω να πάω. Ακόμη καλύτερα, ρώτα με προς τα πού θέλω να πάω. Στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί απλώς να σου υποδείξω την κατεύθυνση προς την οποία θέλω να κινηθώ. Είπαμε, από εκεί και πέρα είναι δικό μου θέμα το πού πηγαίνω και καλό θα ήταν να αφήσεις εμένα να κρίνω αν χρειάζεται να σου το πω ή όχι.

Έξτρα tips:

1. Μη με βοηθάς χωρίς καν να με ρωτήσεις! Με το να με βουτάς άγαρμπα από το χέρι, από τα ρούχα ή από την τσάντα (ναι, μου έχει τύχει), επειδή εσύ φαντάζεσαι ότι μπορεί να θέλω βοήθεια, σου έχω νέα! Δε με βοηθάς, με κατατρομάζεις!
2. Κατ’ επέκταση του παραπάνω, μη με αγγίζεις χωρίς να με ρωτήσεις ή χωρίς να σου το ζητήσω! Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αγγίζει κανέναν, ειδικά όταν δεν τον γνωρίζει! Καταλαβαίνω ότι ίσως το κάνεις καλοπροαίρετα, αλλά καταλήγουμε και πάλι στο ότι με βοηθάς με τρόπο που δε θέλω. Αν σου έχω ζητήσει να μου πεις απλώς πότε θα ανάψει το πράσινο φανάρι, δε σημαίνει ότι θέλω και να με περάσεις απέναντι κρατώντας με. Αν σου έχω ζητήσει να με κατευθύνεις κάπου, δε σημαίνει ότι έχεις το δικαίωμα να με πιάνεις από τη μέση ή από τα πλευρά. Ναι, υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις που δεν αγγίζουν και τόσο καλοπροαίρετα!
3. Μη με γραπώνεις από μανίκια, τσάντες ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Δεν έχω χολέρα! Αυτό είναι αγενές, ακόμη και τώρα με τον κοροναϊό!
4. Όσο με συνοδεύεις, μη μονολογείς “Αχ, παιδάκι μου καλό… Τι άδικη που ‘ναι η ζωή! Άξιοι οι γονείς σου, άξιοι! Αχ, Θεούλη μου, τι σου ‘φταιξε το κοριτσάκι και του ‘δωσες τέτοιο βάρος να κουβαλάει και μπλα, μπλα, μπλα”! Αυτό κι αν είναι αγενές! Αν με λυπάσαι, πίστεψέ με, ούτε να το ξέρω θέλω, ούτε να ασχολείσαι μαζί μου θέλω! Θες να με βοηθήσεις; Έχει καλώς. Αλλά τον οίκτο σου δεν τον έχω ανάγκη. Για να είμαι ειλικρινής, τον σιχαίνομαι! Και δε ζητάω συγγνώμη εδώ που γίνομαι αγενής κι εγώ! Εσύ το ξεκίνησες! Ούτε τους γονείς μου γνωρίζεις, για να ξέρεις αν είναι ή όχι άξιοι, όπως λες, ή αν με παράτησαν σε κανένα ίδρυμα, ούτε εμένα και την καθημερινότητά μου ξέρεις, για να μπορείς να λες ότι η αναπηρία μου είναι βάρος για μένα ή αμαρτίες που πληρώνω, ούτε κι ο Θεός σου χρωστάει καμιά εξήγηση για το ότι έφτιαξε εμένα με την αναπηρία αυτή και όχι κάποιον άλλο!
5. Μη μου ακινητοποιείς το χέρι που κρατάει το λευκό μπαστούνι, μη μου το σηκώνεις από το έδαφος και, προς Θεού, μη μου ζητάς να το αφήσω στην άκρη επειδή με κατευθύνεις εσύ! Είναι σαν να σου κλείνω εγώ τα μάτια. Θα μπορούσες να προχωρήσεις έτσι; Και, ήμαρτον, μην παρεξηγείσαι! Πιθανότατα σε γνώρισα πριν από μισό δευτερόλεπτο, δε θα σε ξαναδώ, ούτε θα με ξαναδείς! Φυσικά κι εμπιστεύομαι περισσότερο το μπαστούνι μου, παρά εσένα!
6. Παρομοίως, μην πιάνεις και τραβολογάς το σαμάρι ή το λουρί του σκύλου οδηγού μου. Αυτά είναι για να τα κρατάω εγώ και μόνο εγώ. Με το σαμάρι καθοδηγεί ο σκύλος εμένα, και με το λουρί κατευθύνω κι ελέγχω εγώ το σκύλο. Εσύ δεν πρέπει ούτε καν να απευθύνεσαι στο σκύλο μου. Ούτε “έλα, έλα, έλα” ούτε “μουτς μουτς μουτς”! Οι σκύλοι αυτοί εκπαιδεύονται για να δέχονται εντολές κι ερεθίσματα μόνο από έναν/μια χειριστή/χειρίστρια. Αν ήταν να τραβάς εσύ το σκυλί και το σκυλί εμένα, καήκαμε!
7. Μη με συνοδεύεις σε ολόκληρη τη διαδρομή μου επειδή τυγχάνει να πηγαίνεις κι εσύ προς την ίδια κατεύθυνση! Είναι ενοχλητικό και με φέρνεις σε πολύ δύσκολη θέση. Είπαμε, αν ήθελα να ξέρεις πού πάω, θα σου το ‘λεγα ή θα σου ζητούσα να με πας εσύ. Μη με βοηθάς παραπάνω απ’ όσο θέλω κι έχω ανάγκη! Φαντάσου τι θα γινόταν αν όσοι πηγαίναμε προς την ίδια κατεύθυνση πιανόμασταν χεράκι χεράκι και πηγαίναμε όλοι μαζί, μπουλούκι! Ή φαντάσου να ζητούσες οδηγίες από έναν άγνωστο για να πας κάπου και ο άγνωστος αυτός να ήθελε να σε ακολουθήσει και να πάτε παρεούλα ως τον προορισμό σου, επειδή τυγχάνει να πηγαίνει κι αυτός εκεί. Μπορεί να λέει αλήθεια. Μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι εκνευριστικό, ενοχλητικό, καταπιεστικό, παρεμβατικό, ακόμη και τρομαχτικό. Όχι, δε θέλω να πάμε ως το τέρμα παρεάκι. Πίστεψέ με, αν ήθελα, θα ζήταγα παρέα από ένα φίλο μου κι όχι από έναν άγνωστο στο δρόμο!

Αυτά! Πολλά, το ξέρω. Αυτονόητα μεν, αδιάφορα για τους περισσότερους εκεί έξω δε! Στην ουσία αρκεί να θυμάσαι το σημαντικότερο: αν θέλεις να μου προσφέρεις βοήθεια, βασική προϋπόθεση είναι να θέλω κι εγώ! Σε άλλη περίπτωση δεν είναι βοήθεια, αλλά μία προσπάθεια να αποδείξεις στον εαυτό σου και σε όσους μας βλέπουν πόσο καλός άνθρωπος είσαι!

Χριστίνα Σαρρή